ἔστεψα

ἔστεψα
στέφω
put round
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στέφω — έστεψα, στέφθηκα, εστεμμένος 1. βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, περιβάλλω με στεφάνι: Έστεψαν τις προτομές των ηρώων. 2. εγκαθιστώ κάποιον στο θρόνο, θέτω το στέμμα: Στέφθηκε από τον πατριάρχη αυτοκράτορας του Βυζαντίου. 3. θέτω το γαμήλιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἄστεψα — ἔστεψα , στέφω put round aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφω — στέφω, έστεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”